Το αποχετευτικό σύστημα των δακρύων ξεκινά από τα δακρυϊκά σημεία που είναι μικρές οπές, μία στο άνω και μία στο κάτω βλέφαρο, μόλις 6-7mm από τον έσω κανθό (έσω γωνία των βλεφάρων). Από τις οπές αυτές τα δάκρυα εισέρχονται στα δακρυϊκά σωληνάρια, που είναι πόροι με μήκος 10mm. Στους περισσότερους ανθρώπους το άνω και το κάτω δακρυϊκό σωληνάριο ενώνονται για να σχηματίσουν το κοινό σωληνάριο μήκους 3-5mm που οδηγεί τα δάκρυα στο δακρυϊκό ασκό. Σε μερικούς ανθρώπους τα δακρυϊκά σωληνάρια εισέρχονται ξεχωριστά στον δακρυϊκό ασκό. Ο δακρυϊκός ασκός βρίσκεται σε ένα οστέινο κόλπωμα  του κόγχου και εκτείνεται κατακόρυφα για περίπου 10mm. Εντός του ασκού μια πτυχή του βλεννογόνου (βαλβίδα Rosenmuller) εμποδίζει την παλινδρόμηση των δακρύων προς τα δακρυϊκά σωληνάρια. Ο σφιγκτήρας μυς των βλεφάρων που περιβάλλει τον ασκό λειτουργεί ως αντλία που ωθεί τα δάκρυα προς τα κάτω, από τον ασκό προς τον ρινοδακρυϊκό πόρο. Ο ρινοδακρυϊκός πόρος πορεύεται μέσα σε ένα οστέινο κανάλι μήκους 12mm και στη συνέχεια άλλα 3-5mm προς τα κάτω όπου και εκβάλει στην κάτω ρινική κόγχη. Εδώ το στόμιο του ρινοδακρυϊκού πόρου επίσης προστατεύεται από παλινδρόμηση με μια πτυχή βλεννογόνου (βαλβίδα Hasner). Η τελική ωρίμανση και διάνοιξη του ρινοδακρυϊκού πόρου στο τμήμα της βαλβίδας του Hasner ολοκληρώνεται περί την γέννηση ή στους πρώτους μήνες της νεογνικής  ζωής.


Συγγενής απόφραξη ρινοδακρυϊκού πόρου. Πρόκειται για αδυναμία ολοκλήρωσης της βατότητας του αποχετευτικού συστήματος στο νεογνό. Το κώλυμα βρίσκεται στο κατώτερο άκρο του ρινοδακρυϊκού πόρου εκεί που εκβάλει στη ρινική κοιλότητα. Περίπου το 6% των νεογνών έχουν συγγενή απόφραξη ή στένωση του ρινιδακρυϊκού πόρου.

Το κύριο σύμπτωμα είναι η συνεχής δακρύρροια. Η στάση των δακρύων ευνοεί την ανάπτυξη μικροβίων ή μυκήτων με αποτέλεσμα την εκδήλωση επιπεφυκίτιδας, σωληναρίτιδας και δακρυοκυστίτιδας.  Οι υποτροπές μολυσματικής επιπεφυκίτιδας με άφθονες βλεννοπυώδεις εκκρίσεις παρά τη χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων και τα μεσοδιαστήματα των προσβολών με τη συνεχή δακρύρροια χαρακτηρίζουν την πάθηση. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την έξοδο βλεννοπυώδους υλικού από τα δακρυϊκά σημεία όταν εφαρμόζεται πίεση στον δακρυϊκό ασκό.


Σε μεγάλο ποσοστό υπάρχει αυτόματη βελτίωση μέχρι την ηλικία των 10-12 μηνών. Μέχρι την ηλικία αυτή ενσταλάζονται αντιβιοτικά κολλύρια και γίνονται μαλάξεις στην περιοχή του ασκού. Οι μαλάξεις πρέπει  αρχικά να έχουν κατεύθυνση από κάτω προς τα πάνω ώστε να αδειάσουν οι βλεννοπυώδεις εκκρίσεις από τον ασκό. Στη συνέχεια οι μαλάξεις έχουν φορά από πάνω προς τα κάτω με στόχο να διαρραγεί η μεμβράνη που φράζει την εκβολή του ρινοδακρυϊκού πόρου. Αν η βατότητα δεν αποκατασταθεί με τον τρόπο αυτό μέσα στους πρώτους 10-12 μήνες, πρέπει  να γίνει άμεσα καθετηριασμός του ρινοδακρυϊκού πόρου. Περίπου στο 90-95% των βρεφών που υποβάλλονται σε καθετηριασμό  έχουμε αποκατάσταση του προβλήματος. Για τα βρέφη που δεν θεραπεύονται ένας δεύτερος καθετηριασμός μπορεί να είναι επιτυχής. Όταν το πρόβλημα επιμένει μετά από δύο καθετηριασμούς, ενδείκνυται καθετηριασμός με σωληνάρια σιλικόνης που παραμένουν για έξι μήνες. Τα ποσοστά επιτυχίας με τη χρήση σωληναρίων σιλικόνης είναι μεγαλύτερα από 80%. Για τις λίγες εκείνες περιπτώσεις αποτυχίας καταφεύγουμε στην επέμβαση της δακρυοασκορρινοστομίας μετά την ηλικία των 18 μηνών.


Επίκτητη απόφραξη της δακρυϊκής οδού. Η απόφραξη της δακρυϊκής οδού σε οποιοδήποτε τμήμα της οδηγεί σε επιφορά δηλαδή συνεχή δακρύρροια λόγω υπερχείλισης. Τα αίτια απόφραξης τμήματος της εκφορητικής δακρυϊκής οδού είναι πολλά :

  • Ηλικία (γεροντική στένωση) – ιδιοπαθής ίνωση
  • Τραύματα
  • Φλεγμονές και λοιμώξεις
  • Παθήσεις και ιδιομορφίες της ρινικής κοιλότητας
  • Επεμβάσεις και ιατρογενείς χειρισμοί
  • Νεοπλασματικές εξεργασίες
  • Μακροχρόνια χρήση τοπικών ή συστηματικών φαρμάκων
  • Ακτινοβολία

Η απόφραξη μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε τμήμα ή τμήματα της αποχετευτικής οδού : τα δακρυϊκά σημεία, τα δακρυϊκά σωληνάρια, τον δακρυϊκό ασκό ή τον ρινοδακρυϊκό πόρο.


Οι αποφράξεις των δακρυϊκών σημείων οφείλονται συνήθως σε φλεγμονή, λοίμωξη ή τραύμα. Οι στενώσεις των δακρυϊκών σωληναρίων επίσης οφείλονται σε φλεγμονή, λοίμωξη, τραύμα ή μακροχρόνια χρήση τοπικών φαρμάκων. Η συνηθέστερη αιτία απόφραξης του ασκού είναι η ουλοποίηση λόγω προηγηθείσας λοίμωξης. Τέλος η συχνότερη αιτία απόφραξης του ρινοδακρυϊκού πόρου είναι η πρωτοπαθής λόγω ηλικίας απόφραξη, ενώ συχνά μπορεί να σχετίζεται και με φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου.

Η αντιμετώπιση του προβλήματος εξαρτάται από το ύψος και το αίτιο της απόφραξης. Η πλειονότητα των αποφράξεων συμβαίνουν στον ρινοδακρυϊκό πόρο και η θεραπεία εκλογής είναι η επέμβαση δακρυοασκορρινοστομίας. Όταν το δακρυϊκό σημείο δεν είναι βατό επιχειρείται διάνοιξη με διαστολέα ή διατομή. Τέλος οι στενώσεις και αποφράξεις των δακρυϊκών σωληναρίων αντιμετωπίζονται πιο δύσκολα με χειρουργικές τεχνικές όπως σωληναριο-δακρυοασκορρινοστομία, επιπεφυκοτο-δακρυοασκορρινοστομία και χρήση γυάλινου σωληνίσκου Lester-Jones από την εγκανθίδα προς τη ρινική κοιλότητα