Ο επιπεφυκότας είναι ο υμένας που καλύπτει την πρόσθια-εξωτερική επιφάνεια του σκληρού χιτώνα του βολβού  και την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων. Η λειτουργία του είναι η προστασία και αμυντική θωράκιση του ματιού καθώς και η παραγωγή  βλέννας και η βασική έκκριση δακρύων.

Ο επιπεφυκότας αντιδρά στις ενδογενείς ή εξωγενείς «απειλές», όπως ιούς, βακτήρια, αλλεργιογόνα, ξένα σώματα, τοξικές ουσίες κλπ, με συγκεκριμένες εκδηλώσεις, άλλες εκ των οποίων είναι μη ειδικές και άλλες ειδικές, που οδηγούν τον οφθαλμίατρο σε συγκεκριμένη διάγνωση. Ας δούμε μερικές από αυτές :

–  Ερυθρότητα-διάταση των αγγείων (κόκκινο μάτι)
–  Οίδημα του επιπεφυκότα (διόγκωση)
–  Εκκρίσεις (υδαρείς, βλεννώδεις, πυώδεις)
–  Θηλές (φλεγμονώδη επάρματα με αγγεία στο κέντρο)
–  Θυλάκια (μορφώματα από αθροίσεις λεμφοκυττάρων)|
–  Μεμβράνες από ινική και λεμφοκύτταρα
–  Εξέλκωση
–  Ουλοποίηση

Με τον όρο λοιπόν επιπεφυκίτιδα αναφερόμαστε γενικά σε κάθε μορφή αντίδρασης του επιπεφυκότα όπου ανάλογα με το αίτιο μπορεί να παρουσιάζονται διάφοροι συνδυασμοί από τις παραπάνω εκδηλώσεις. Χαρακτηριστικές συνήθεις μορφές επιπεφυκίτιδας είναι η κοινή αλλεργική επιπεφυκίτιδα, η εαρινή/ατοπική επιπεφυκίτιδα, οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες, οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες, οι τοξικές επιπεφυκίτιδες, η ξηρά κερατοεπιπεφυκίτιδα. Πιο σπάνιες είναι οι αυτοάνοσες, η χλαμυδιακή, το τράχωμα, η κερατοεπιπεφυκίτιδα του άνω ορίου κα.


Μικροβιακή επιπεφυκίτιδα.

Πολλοί τύποι μικροβίων μπορούν να προκαλέσουν επιπεφυκίτιδα. Η επιπεφυκίτιδα μπορεί να είναι οξεία, υπεροξεία ή χρόνια (πάνω από 4 εβδομάδες) :

  • οξεία : σταφυλόκοκκος (χρυσίζων και επιδερμικός) πνευμονιόκοκκος στρεπτόκοκκος πυογόνος αιμόφιλος (αιγυπτιακός και ινφλουέντζας)
  • υπεροξεία γονόκοκκος μηνιγγιτιδόκοκκος
  • χρόνια χρυσίζων σταφυλόκοκκος moraxella πρωτέας κλεμπσιέλλα serratia

Τα συμπτώματα με άλλοτε άλλη ένταση είναι η ερυθρότητα, πολλές εκκρίσεις, καυσαλγία, φωτοφοβία. Τα βλέφαρα του ασθενή είναι συχνά κολλημένα κατά το πρωϊνό ξύπνημα.

Η διάγνωση γίνεται με την εξέταση στη σχισμοειδή λυχνία χωρίς συνήθως να είναι απαραίτητη η καλλιέργεια, ενώ η θεραπεία συνίσταται σε τοπικά αντιβιοτικά ευρέος φάσματος. Επιχρίσματα και καλλιέργειες είναι απαραίτητα στα νεογνά για την άμεση και ακριβή διάγνωση της γονοκοκκικής υπεροξείας επιπεφυκίτιδας η οποία απαιτεί συστηματικά χορηγούμενα αντιβιοτικά.


Ιογενής επιπεφυκίτιδα.

Η πιο συνηθισμένη αιτία ιογενούς επιπεφυκίτιδας είναι οι διάφοροι τύποι αδενοϊών. Λιγότερο συχνά έχουμε επιπεφυκίτιδες από πικορναϊούς, τον ιό του απλού έρπητα, του έρπητα ζωστήρα και της μολυσματικής τερμίνθου.

Σε σχέση με τις μικροβιακές επιπεφυκίτιδες τείνουν να διαρκούν περισσότερο και συχνά έχουν περισσότερα συμπτώματα. Σχεδόν σε όλες είναι χαρακτηριστικά τα θυλάκια του επιπεφυκότα και η προωτιαία λεμφαδενοπάθεια.

Οι λοιμώξεις από αδενοϊούς προκαλούν έντονη δακρύρροια, ερυθρότητα, αίσθημα ξένου σώματος, φωτοφοβία, οίδημα. Είναι εξαιρετικά μεταδοτικές συνήθως για δύο και πλέον εβδομάδες και εμφανίζονται με δύο μορφές :

  • Φαρυγγοεπιπεφυκοτικός πυρετός, από τους αδενοϊούς 3 και 7. προσβάλλει συνήθως παιδιά.
  • Επιδημική κερατοεπιπεφυκίτιδα, από τους αδενοϊούς 8,19 και 37. προσβάλλει ενήλικες 20-40 ετών. Η νόσος ξεκινά αρχικά στον έναν οφθαλμό και μετά λίγες ημέρες προσβάλλεται και ο άλλος. Χαρακτηριστικό είναι το οίδημα των βλεφάρων, οι υδαρείς εκκρίσεις, η φωτοφοβία και η προωτιαία λεμφαδενοπάθεια. Σε βαριές περιπτώσεις εμφανίζονται ψευδομεμβράνες που αφαιρούνται από τον οφθαλμίατρο με λαβίδα. Ο κερατοειδής προσβάλλεται στο 80% των περιπτώσεων είτε με στικτή επιθηλιακή κερατίτιδα είτε με βαθύτερες υποεπιθηλιακές θολερότητες που μπορεί να παραμένουν για εβδομάδες ή μήνες προκαλώντας θολή όραση.

Η αντιμετώπιση είναι υποστηρικτική (τεχνητά δάκρυα, κρύες κομπρέσες) καθώς τα αντιϊικά φάρμακα είναι μη αποτελεσματικά. Τα κορτικοστεροειδή καταστέλλουν ως ένα βαθμό τη φλεγμονώδη αντίδραση χωρίς όμως να συντομεύουν την εξέλιξη της νόσου. Η χρήση των κορτικοστεροειδών κρίνεται απαραίτητη σε βαριές περιπτώσεις με ψευδομεμβράνες και υποεπιθηλιακές θολερότητες. Έχει μεγάλη σημασία ο ασθενής να καταλάβει τη φυσική εξέλιξη της νόσου ώστε να είναι λιγότερο ανήσυχος. Το πιο σημαντικό όμως είναι η πρόληψη της μετάδοσης με προσεκτικό πλύσιμο των χεριών, αποφυγή άμεσης επαφής με κόσμο, χρήση ξεχωριστών προσοψίων για διάστημα 15 ημερών.


Αλλεργικές επιπεφυκίτιδες.

Μπορούμε να διακρίνουμε 5 τύπους αλλεργικής επιπεφυκίτιδας :

  • Εποχική αλλεργική επιπεφυκίτιδα
  • Ολοετής αλλεργική επιπεφυκίτιδα
  • Εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα
  • Ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα
  • Επιπεφυκίτιδα γιγαντιαίων θηλών

Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των τύπων αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η σε άλλοτε άλλο βαθμό εμφάνιση δακρύρροιας, ερυθρότητας, οιδήματος και κνησμού, συνήθως και στα δύο μάτια ταυτόχρονα.


ΕΠΟΧΙΚΗ ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ.   Αποτελεί το 50% των περιπτώσεων αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. Προκαλείται από μεταφερόμενα με τον αέρα αλλεργιογόνα όπως το χόρτο, η γύρη κλπ. Παρουσιάζει έξαρση κυρίως την άνοιξη, είναι δε γνωστή και ως «πυρετός εκ χόρτου». Ο κνησμός αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο ενώ αντίθετα η ερυθρότητα μπορεί να απουσιάζει. Το οίδημα εγκαθίσταται απότομα ενώ πέραν της δακρύρροιας συχνά παρατηρούνται βλεννώδεις εκκρίσεις.

ΟΛΟΕΤΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΚΗ ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑΜε παρόμοια κλινική εικόνα όπως η εποχική αλλά με υποτροπές που εμφανίζονται, αν και ηπιότερες, καθ’όλο το χρόνο και όχι μόνο την άνοιξη. Προκαλείται από ποικίλα αλλεργιογόνα όπως φτερά, τρίχες ζώων, οικιακή σκόνη, τροφές, μαλακτικά ρούχων κα. Συχνά η κατάσταση επιδεινώνεται το χειμώνα λόγω της θέρμανσης.

ΕΑΡΙΝΗ ΚΕΡΑΤΟΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑΠρόκειται για χρόνια εποχιακά υποτροπιάζουσα αμφοτερόπλευρη

επιπεφυκίτιδα που συμβαίνει σε παιδιά και νεαρούς ενήλικες από 3 έως 25 ετών. Προσβάλλει συχνότερα τα αγόρια και συνηθέστερα πριν την ηλικία των 10 ετών. Αν και η νόσος είναι ενεργή καθ’όλη τη διάρκεια του χρόνου, είναι εντονότερη τους θερμούς μήνες. Μεγάλο ποσοστό των ασθενών με εαρινή κερατοεπιπεφυκίτιδα έχουν θετικό ατομικό ή οικογενειανειακό ιστορικό ατοπίας, δηλαδή προδιάθεση σε αλλεργικές αντιδράσεις όπως εποχική ρινίτιδα, άσθμα, ατοπική δερματίτιδα, ουρτικάρια. Στη κλινική εικόνα πέραν του  κνησμού, της δακρύρροιας, της υπεραιμίας, του οιδήματος και των βλεννωδών εκκρίσεων, χαρακτηριστικές είναι οι υπερτροφικές θηλές που αναπτύσσονται στον άνω βλέφαρικό επιπεφυκότα οι οποίες συρρέουν δίνοντας στην εσωτερική επιφάνεια του άνω βλεφάρου όψη λιθόστρωτου. Οι θηλές αυτές στη μαύρη κυρίως φυλή έχουν τάση να συρρέουν στο όριο κερατοειδούς-σκληρού. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η συχνή προσβολή του κερατοειδούς, είτε υπό μορφή στικτής επιθηλιοπάθειας είτε σπανιότερα σαν έλκος της άνω μοίρας του κερατοειδούς.

ΑΤΟΠΙΚΗ ΚΕΡΑΤΟΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ.   Σχετικά σπάνια αλλά δυνητικά σοβαρή πάθηση, προσβάλλει άτομα με ιστορικό ατοπικής εκζεματοειδούς δερματίτιδας. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με αυτά της εαρινής επιπεφυκίτιδας όμως οι θηλές είναι μικρότερες, συνυπάρχει δερματίτιδα των βλεφάρων, ενώ η εποχιακή έξαρση είναι μικρή ή απουσιάζει. Εμφανίζεται σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, μεταξύ 20 και 60 ετών,  και μπορεί να οδηγήσει σε αγγείωση και θόλωση του κερατοειδή καθώς και σε ουλοποίηση του επιπεφυκότα, τριχίαση και συμβλέφαρο, καταστάσεις απειλητικές για την όραση. Στο 25% των ασθενών με ατοπία εμφανίζεται κερατόκωνος, ενώ στο 10% εμφανίζεται καταρράκτης, πρόσθιος ή οπίσθιος υποκαψικός.

ΕΠΙΠΕΦΥΚΙΤΙΔΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΩΝ ΘΗΛΩΝ.   Πρόκειται για μορφή επιπεφυκίτιδας που παρατηρείται σε χρήστες μαλακών φακών επαφής συνήθως παρατεταμένης χρήσεως με πρωτεϊνικές εναποθέσεις στην επιφάνειά τους. Η νόσος έχει επίσης παρατηρηθεί σε άτομα που φέρουν οφθαλμική πρόθεση, άτομα με προέχον ράμμα από παλαιότερη επέμβαση ή προέχον σκληρικό μόσχευμα. Χαρακτηριστικό της πάθησης η ανάπτυξη γιγαντιαίων θηλών 0,3-2,0mm στον επιπεφυκότα του άνω βλεφάρου. Τα συμπτώματα συνίστανται σε έντονη δυσανεξία στους φακούς, αίσθημα ξένου σώματος, αυξημένες εκκρίσεις, βλεφαρόπτωση.

Αντιμετώπιση της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. Στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της αλλεργικής επιπεφυκίτιδας βρίσκονται τα τοπικά αντιϊσταμινικά και οι σταθεροποιητές των μαστοκυττάρων. Σε πιο χρόνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται το χρωμογλυκονικό νάτριο. Όταν παρατηρείται έντονη  συμπτωματολογία μπορούν επιλεκτικά να χρησιμοποιηθούν τοπικά κορτικοειδή. Σε βαριές χρόνιες βλάβες μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυκλοσπορίνη τοπικά ή συστηματικά. Στην περίπτωση βλαβών στον κερατοειδή στην εαρινή και ατοπική νόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά  αντιβιοτικά  και υποκατάστατα δακρύων, ενώ αν η ατοπική επιπεφυκίτιδα συνδυάζεται με δερματίτιδα των βλεφάρων μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αλοιφή στεροειδών.