Οι διαθλαστικές ανωμαλίες ή αμετρωπίες είναι η μυωπία, ο αστιγματισμός και η υπερμετρωπία. Από αυτές ο αστιγματισμός και η υπερμετρωπία είναι παρούσες ήδη από τη γέννηση του παιδιού ενώ η μυωπία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της παιδικής ή εφηβικής ηλικίας. Ο αστιγματισμός μπορεί να είναι αμιγής ή να συνδυάζεται με μυωπία ή υπερμετρωπία.
Η μυωπία έχει την τάση να αυξάνει καθώς το παιδί μεγαλώνει λόγω της αύξησης της διαμέτρου του βολβού. Αντίθετα και για τον ίδιο λόγο η υπερμετρωπία έχει τη τάση να μειώνεται καθώς το παιδί αναπτύσσεται. Ο αστιγματισμός παρουσιάζεται αξιοσημείωτα σταθερός στο χρόνο, με μόνη εξαίρεση την σχετικά σπάνια μορφή ανώμαλου αστιγματισμού που ονομάζεται κερατόκωνος και που κλινικά κάνει την εμφάνισή του στην εφηβεία.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το ύψος (μέγεθος) της αμετρωπίας. Η υψηλή υπερμετρωπία ευθύνεται συχνά για αμβλυωπία και προσαρμοστικό στραβισμό. Ο υψηλός αστιγματισμός μπορεί επίσης εύκολα να οδηγήσει σε αμβλυωπία. Η υψηλή μυωπία ενώ οδηγεί σπάνια σε σοβαρή αμβλυωπία εντούτοις μπορεί να εξελιχθεί σε παθολογική ή «κακοήθη» μυωπία, με ποικίλες εκφυλιστικές αλλοιώσεις απειλητικές για την όραση.
Η διόρθωση της μυωπίας, του αστιγματισμού και της υπερμετρωπίας στην παιδική ηλικία γίνεται με τη χρήση των κατάλληλων γυαλιών. Η διάγνωση των αμετρωπιών και η χορήγηση γυαλιών πρέπει να γίνεται όσο δυνατόν νωρίτερα για την πρόληψη ή αντιμετώπιση της αμβλυωπίας. Αν έχει ήδη εγκατασταθεί μέτρια ή σοβαρή αμβλυωπία η οποία δεν μπορεί να εξαλειφθεί με την απλή χρήση διορθωτικών γυαλιών τότε ενθαρρύνουμε τη χρήση του «τεμπέλικου» ματιού. Αυτό γίνεται με κάλυψη ή ατροπινισμό του υγιούς ματιού και συχνή παρακολούθηση.
Η σωστή και έγκαιρη χρήση των γυαλιών συντελεί στην ομαλή ανάπτυξη της όρασης του παιδιού και κατ’επέκταση στην ανάπτυξη των πνευματικών και σωματικών του ικανοτήτων και δεξιοτήτων.