Ο κερατοειδής είναι το πρόσθιο διαφανές τμήμα του ινώδους περιβλήματος του       ματιού με αποστολή αφενός την προστασία του εσωτερικού περιεχομένου του    βολβού και αφετέρου τη διάθλαση του φωτός. Αυτή η τελευταία λειτουργία είναι πολύ σημαντική για την όραση καθώς ο κερατοειδής λόγω της καμπυλότητάς του και της διαφοράς του δείκτη διάθλασης σε σχέση με τον αέρα αποτελεί το πιο ισχυρό διαθλαστικό μέσο του ματιού με δεύτερο πιο σημαντικό τον κρυσταλλοειδή φακό.


Ο κερατόκωνος αποτελεί μια εκτατική ανωμαλία του κερατοειδούς κατά την οποία ο κερατοειδής γίνεται πιο κυρτός και πιο λεπτός προκαλώντας μυωπία και ανώμαλο αστιγματισμό. Είναι κατάσταση που αφορά συνήθως και στα δύο μάτια αν και συχνά ασύμμετρη. Κύριο σύμπτωμα είναι η προοδευτική θόλωση της όρασης που ξεκινά στο τέλος της δεύτερης ή στην αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής. Η υποψία του κερατοκώνου τίθεται μετά από προσεκτική οφθαλμολογική εξέταση και ευρήματα όπως μεταβαλλόμενος μυωπικός αστιγματισμός, λέπτυνση και αυξημένη κυρτότητα του κερατοειδούς, παρουσία γραμμών vogt στο οπίσθιο στρώμα του κερατοειδούς και ψαλιδοειδής κίνηση στην αντανάκλαση του φωτός κατά τη σκιασκοπία. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την τοπογραφία του κερατοειδούς ακόμα και στα πολύ πρώιμα στάδια.

Η διόρθωση του ανώμαλου αστιγματισμού που οφείλεται στον κερατόκωνο μπορεί στα αρχικά στάδια να επιτυγχάνεται με γυαλιά ή με μαλακούς φακούς επαφής, όμως σε προχωρημένα στάδια της νόσου απαιτείται η χρήση ειδικών για τον κερατόκωνο φακών επαφής :

– ημίσκληροι φακοί
– υβριδικοί (μαλακοί στην περιφέρεια και σκληροί στην κεντρική περιοχή)
– μαλακοί με ενισχυμένο πάχος οπτικής ζώνης
– μαλακοί με τεχνολογία wavefront.

Για τις προχωρημένες περιπτώσεις όπου οι φακοί δεν παρέχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα μπορεί να γίνει μεταμόσχευση κερατοειδούς με υψηλά ποσοστά επιτυχίας.


Τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται μια νέα μέθοδος αντιμετώπισης του κερατοκώνου, που σκοπό έχει να αυξήσει τη μηχανική σταθερότητα του κερατοειδούς με τη βοήθεια συσκευής υπεριώδους ακτινοβολίας. Η ουσία ριβοφλαβίνη (βιταμίνη Β1) ενσταλάζεται στον κερατοειδή αφού αφαιρεθεί το επιθήλιο και στη συνέχεια διεγείρεται από την υπεριώδη ακτινοβολία, με αποτέλεσμα την παραγωγή ελευθέρων ριζών οι οποίες οδηγούν τα μόρια του κολλαγόνου σε μεταξύ τους διασυνδέσεις. Η μέθοδος ονομάζεται διασύνδεση κολλαγόνου (CORNEAL CROSS-LINKING). Η επιλογή των περιστατικών που θα ωφεληθούν από τη μέθοδο γίνεται αφού συνεκτιμηθούν τα κλινικά ευρήματα, τα τοπογραφικά-παχυμετρικά δεδομένα και η ηλικία.

Το CROSS-LINKING αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται αναστολή της εξέλιξης του κερατοκώνου και σε πολλές περιπτώσεις βελτίωση και φιλοδοξεί να μειώσει σημαντικά τον αριθμό των ασθενών που έχουν ανάγκη μεταμόσχευσης.