Τόσο το στεάτιο όσο και το πτερύγιο αποτελούν εκφυλιστκές αλλοιώσεις της  εξωτερικής επιφάνειας του οφθαλμικού βολβού. Κοινό στοιχείο και των δύο η αιτιολογική συσχέτιση με την έκθεση στον ήλιο και τους χρόνιους ερεθισμούς. Εξάλλου τα πτερύγια σχεδόν πάντοται έπονται ή συνοδεύουν στεάτια.

Ο κερατοειδής είναι το κεντρικό πρόσθιο διαφανές ινώδες τμήμα του βολβού από το οποίο διέρχεται το φώς, με ρόλο καθοριστικό για την όραση. Ο βολβικός επιπεφυκότας είναι ο λεπτός και διαφανής υμένας που καλύπτει την πρόσθια-εξωτερική επιφάνεια του σκληρού (λευκού) χιτώνα του βολβού και τερματίζει στο όριο του κερατοειδούς.


Το στεάτιο είναι μια υποκίτρινη επίπεδη ή ελαφρά υπεγερμένη αλλοίωση του βολβικού επιπεφυκότα κοντά στο όριο του κερατοειδή χωρίς όμως τη συμμετοχή του κερατοειδή. Η συνήθης θέση είναι ρινικά και σπανιότερα κροταφικά. Σταδιακά μεγεθύνονται με τη πάροδο του χρόνου, ενώ συχνά εμφανίζουν αποτιτάνωση. Η αφαίρεση των στεατίων σπάνια συνιστάται παρά μόνο στα ευμεγέθη όταν δημιουργούν αισθητικό πρόβλημα ή όταν εμφανίζουν χρόνια φλεγμονή.

Το πτερύγιο είναι μια τριγωνική πτυχή από ινοαγγειακό ιστό που ξεκινά από τον βολβικό επιπεφυκότα και επεκτείνεται πάνω στον κερατοειδή. Κύριοι παράγοντες ανάπτυξης του φαίνεται να είναι η έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία, η ξηρότητα, η χρόνια φλεγμονή, η έκθεση στον άνεμο και τη σκόνη. Η παρουσία του συχνά είναι ασυμπτωματική, πολλές φορές όμως συνοδεύεται από συμπτώματα όπως ερεθισμός, ερυθρότητα, αίσθημα ξένου σώματος. Η χειρουργική αφαίρεση ενδείκνυται όταν αναπτυσσόμενο πλησιάζει τον οπτικό άξονα ή αν συνοδεύεται από υπερβολικό ερεθισμό και δεν ανακουφίζεται με τη συντηρητική θεραπεία.

Τα μάτια που εμφανίζουν στεάτιο ή πτερύγιο πρέπει να προστατεύονται από τον ήλιο, τη σκόνη και τον αέρα με γυαλιά ηλίου. Επιβεβλημένη επίσης είναι η λίπανση με τεχνητά δάκρυα σε καθημερινή βάση. Η ανάπτυξη φλεγμονής συχνά απαιτεί αντιμετώπιση με ήπιο τοπικό  στεροειδές.