Η χρόνια βλεφαρίτιδα αποτελεί μια πολύ συχνή πάθηση, με εξάρσεις και υφέσεις, που αφορά και στα
δύο μάτια. Διακρίνουμε τρείς τύπους :
– Πρόσθια, η οποία μπορεί να είναι σταφυλοκοκκική, σμηγματορροϊκή ή μικτή
– Οπίσθια, δυσλειτουργία μεϊβομιανών αδένων ή μεϊβομιανίτιδα
– Μικτή μορφή, πρόσθια και οπίσθια
Στη παθογένεια της νόσου παίζουν ρόλο για τη μεν πρόσθια σταφυλοκοκκική μορφή η σταφυλοκοκκική λοίμωξη των βλεφαρικών χειλέων και αδένων, για τη πρόσθια σμηγματορροϊκή μορφή η παρουσία σμηγματορροϊκής δερματίτιδας , ενώ για την οπίσθια μορφή η δυσλειτουργία των μεϊβομιανών αδένων ή αλλιώς οφθαλμική ροδόχρους ακμή. Η σμηγματόρροια μπορεί να προσβάλει επίσης το τριχωτό της κεφαλής, τη περιοχή γύρω από τη μύτη και πίσω από τα αυτιά, ενώ και η οφθαλμική ροδόχρους ακμή μπορεί να σχετίζεται με ροδόχρου ακμή του προσώπου.
Τα συμπτώματα της βλεφαρίτιδας ποικίλουν σε ένταση και σε συχνότητα από άτομο σε άτομο και ανάλογα με τις διαταραχές που δευτεροπαθώς έχουν δημιουργηθεί στη δακρυϊκή στιβάδα, στον επιπεφυκότα και στον κερατοειδή. Τα κύρια ενοχλήματα είναι ο καύσος, ο κνησμός, το αίσθημα ξένου σώματος, η φωτοφοβία, η ερυθρότητα και ανεύρεση εφελκίδων (λέπια-πιτυρίδα) στα βλεφαρικά χείλη. Η όλη εικόνα έχει εξάρσεις και υφέσεις ενώ συχνά οι ασθενείς περιγράφουν πως τα ενοχλήματα είναι εντονότερα τις πρωινές ώρες.
Οι ασθενείς με σταφυλοκοκκική βλεφαρίτιδα είναι συνήθως μέσης ηλικίας με ιστορικό συμπτωμάτων συνήθως περί τα 2 έτη. Οι ασθενείς με σμηγματορροϊκή βλεφαρίτιδα όπως και αυτοί με οπίσθια βλεφαρίτιδα (ανεπάρκεια μεϊβομιανών αδένων) είναι μεγαλύτερης ηλικίας και με μακρότερο ιστορικό συμπτωμάτων.
ΟΠΙΣΘΙΑ ΒΛΕΦΑΡΙΤΙΔΑ. Η δυσλειτουργία των μεϊβομιανών αδένων χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη έκκριση χωρίς στοιχεία φλεγμονής, με λιπαρή δακρυϊκή στιβάδα και αφρώδες υλικό συσσωρευμένο στα βλεφαρικά χείλη. Στην μεϊβομιανίτιδα κυριαρχεί η φλεγμονή των αδένων και η απόφραξη, με το έκκριμα να είναι πηκτό σαν οδοντόπαστα. Οι ασθενείς με οπίσθια βλεφαρίτιδα έχουν τάση να εμφανίζουν χαλάζια, παρουσιάζουν σε μεγάλο ποσοστό αστάθεια δακρυϊκής στιβάδας, στικτή επιθηλιοπάθεια του κατώτερου κερατοειδούς και χρόνια θηλώδη επιπεφυκίτιδα.
– υγιεινή των βλεφάρων για την απομάκρυνση των εφελκίδων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται αραιωμένο παιδικό σαμπουάν με χλιαρό νερό.
– θερμά επιθέματα
– αντιβιοτικές αλοιφές|
– τοπικά στεροειδή είναι πολλές φορές χρήσιμα για τον έλεγχο της επιπεφυκίτιδας, της στικτής επιθηλιοπάθειας και της περιφερικής κερατίτιδας.
– τεχνητά δάκρυα λόγω της ασταθούς δακρυϊκής στιβάδας
– συστηματική χρήση τετρακυκλίνης για διάστημα 6-8 εβδομάδων μπορεί να είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις οπίσθιας βλεφαρίτιδας.
Παράγοντες που μπορούν να επιδεινώσουν την βλεφαρίτιδα είναι :
– η χρήση αλκοόλ
– έκθεση σε αλλεργιογόνα
– ηλικία
– χρήση φακών επαφής
– καπνός, ξηρασία, αέρας
– θεραπεία με ρετινοειδή ,ανταγωνιστές ανδρογόνων, εμμηνόπαυση.
Η μικροεπέμβαση μπορεί να γίνει στο ιατρείο με χρήση αναισθητικής ένεσης στη περιοχή της βλάβης και αφαίρεση του περιεχομένου της κύστης καθώς και μέρους του τοιχώματος της. Η όλη διαδικασία διαρκεί λίγα μόνο λεπτά και έχει άριστο αισθητικό αποτέλεσμα αφού η τομή είναι μικρή και γίνεται στην εσωτερική πλευρά του βλεφάρου χωρίς ράμματα.
Ανάλογα με την αιτιολογία το εκτρόπιο μπορεί να είναι
- Γεροντικό
- Παραλυτικό λόγω πάρεσης ή παράλυσης του προσωπικού
- Ουλώδες λόγω χημικού εγκαύματος, χειρουργικής επέμβασης, τραύματος, τοπικών παθήσεων
- Μηχανικό λόγω πρόπτωσης λίπους, παρουσία όγκου κα.
- Αλλεργικό (δερματίτιδα εξ επαφής)
- Συγγενές
Η υποστηρικτική θεραπεία συνίσταται σε τακτική χρήση τεχνικών δακρύων και αντιβιοτικές αλοιφές. Η οριστική θεραπεία απαιτεί χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην οριζόντια βράχυνση στη περιοχή της μέγιστης χαλάρωσης του βλεφάρου. Σε ασθενείς με εκτρόπιο λόγω πάρεσης του προσωπικού καθυστερούμε την επέμβαση περίπου 6 μήνες γιατί μπορεί να υπάρξει αυτόματη αποκατάσταση.
Ως προς την αιτιολογία τα εντρόπια διακρίνονται σε :
- Γεροντικό
- Ουλώδες λόγω ουλοποίησης του επιπεφυκότα (οφθαλμικό ουλώδες πεμφιγοειδές, χημικά εγκαύματα,τράχωμα, σύνδρομο stevens-johnson)
- Σπαστικό από βλεφαρόσπασμο, έντονο ερεθισμό, χειρουργικό τραύμα.
- Συγγενές
Η υποστηρικτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αντιβιοτική αγωγή και τεχνητά δάκρυα αν υπάρχει στικτή επιθηλιοπάθεια του κερατοειδούς. Σε περίπτωση βλεφαρόσπασμου γίνεται ένεση αλλαντοτοξίνης. Η χειρουργική αποκατάσταση, ανάλογα με την περίπτωση, γίνεται με οριζόντια ή κατακόρυφη βράχυνση του βλεφάρου.
Τριχίαση είναι η ανώμαλη κατεύθυνση των βλεφαρίδων, συνήθως προς τα πίσω, οι οποίες έρχονται σε επαφή με τον βολβό. Τα συμπτώματα είναι η αίσθηση ξένου σώματος, η δακρύρροια και η ερυθρότητα, λόγω του χρόνιου ερεθισμού του κερατοειδούς και του επιπεφυκότα.
Ως προς την αιτιολογία η τριχίαση μπορεί να είναι :
-
- Ιδιοπαθής
- Συνέπεια χρόνιας βλεφαρίτιδας
- Λόγω ουλοποίησης του βλεφάρου μετά από τραύμα, χειρουργείο, τράχωμα, ουλώδες πεμφυγοειδές
Θεραπεία : Σε μεμονωμένες βλεφαρίδες ή μικρή ομάδα βλεφαρίδων γίνεται αφαίρεση με λαβίδα στο ιατρείο με τη βοήθεια της σχισμοειδούς λυχνίας, ηλεκτρόλυση ή χρήση του Argon laser. Όταν το πρόβλημα αφορά σε ολόκληρο το βλεφαρικό χείλος τότε εφαρμόζεται κρυοθεραπεία ή χειρουργική αφαίρεση. Υποστηρικτικά θεραπεύουμε την επιφανειακή κερατίτιδα με αντιβιοτική αλοιφή και τεχνητά δάκρυα. Τυχόν υποκείμενη χρόνια βλεφαρίτιδα πρέπει να αντιμετωπίζεται επίσης (βλέπε πιο πάνω)
Ως προς την αιτιολογία μπορεί να είναι :
- Ιδιοπαθής καλοήθης
- Δευτεροπαθής σε οφθαλμικό ερεθισμό όπως ξένο σώμα στον κερατοειδή, τριχίαση, βλεφαρίτιδα ξηροφθαλμία.
Καταστάσεις από τις οποίες πρέπει να διαχωρίζεται ο βλεφαρόσπασμος είναι ο ημιπροσωπικός σπασμός όπου συσπάται ολόκληρη η μία πλευρά του προσώπου, το σύνδρομο Tourette, η νευραλγία του τριδύμου, η όψιμη δυσκινησία που οφείλεται σε μακροχρόνια λήψη αντιψυχωτικών φαρμάκων και η βλεφαρική μυοκυμία στην οποία οι σπαστικές κινήσεις του βλεφάρου οφείλονται σε στρες ή κατανάλωση καφεΐνης.
Η θεραπεία της δευτεροπαθούς μορφής συνίσταται σε αντιμετώπιση της υποκείμενης αιτίας. Στον ιδιοπαθή βλεφαρόσπασμο εφόσον είναι έντονος η θεραπεία γίνεται με ενέσεις Botox. Τα αποτελέσματα είναι καλά και διαρκούν 4-6 μήνες.
Εκδηλώνεται ως χρόνια επιπεφυκίτιδα με ερυθρό και ερεθισμένο οφθαλμό που είναι χειρότερα μετά το πρωινό ξύπνημα. Χαρακτηριστικό κλινικό εύρημα είναι η ευκολία με την οποία αναστρέφεται το άνω βλέφαρο.
Η αντιμετώπιση περιλαμβάνει χρήση αντιβιοτικής ή λιπαντικής αλοιφής και ειδικό κάλυμμα για διατήρηση κλειστών των βλεφάρων κατά τον ύπνο. Συμβουλεύεται ο ασθενής να αποφεύγει να κοιμάται με το πρόσωπο προς τα κάτω. Συχνά απαιτείται χειρουργική αποκατάσταση του βλεφάρου.
- Διαταραχές στη νεύρωση του ανελκτήρα
- Μυϊκή δυσλειτουργία του ανελκτήρα
- Βλάβη της απονεύρωσης του ανελκτήρα
- Διαταραχές στη νεύρωση του μυ του Muller
Η συγγενής βλεφαρόπτωση οφείλεται συνήθως σε εκ γενετής ανωμαλία διάπλασης του ανελκτήρα και είναι μονόπλευρη σε ποσοστό 75%. Όταν το πεσμένο βλέφαρο καλύπτει τον οπτικό άξονα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αμβλυωπίας.
Η ρήξη ή η εξασθένιση του ανελκτήρα είναι ο συχνότερος μηχανισμός πρόκλησης επίκτητης βλεφαρόπτωσης. Τα πιο συνηθισμένα αίτια βλάβης του ανελκτήρα είναι το γήρας, οι ενδοφθάλμιες επεμβάσεις και τα τραύματα.
Νευρολογικές καταστάσεις που συνοδεύονται από βλεφαρόπτωση είναι η παράλυση του κοινού κινητικού νεύρου, το σύνδρομο Horner, το σύνδρομο Marcus-gunn, η οφθαλμοπληγική ημικρανία, η σκλήρυνση κατά πλάκας.
Οι πιο συχνές μυογενείς αιτίες πτώσης εκτός από τη συγγενή είναι η μυασθένεια Gravis, μυϊκές δυστροφίες, μυοπάθειες, η προοδευτική εξωτερική οφθαλμοπληγία, η βοτουλινική τοξίνη.
Η λεπτομερής κλινική αξιολόγηση της πτώσης και κυρίως η διάγνωση της αιτίας και η εκτίμηση της λειτουργίας του ανελκτήρα, είναι σημαντική για την απόφαση χειρουργικής αντιμετώπισης και για την επιλογή της χειρουργικής τεχνικής. Οι συνηθέστερες χειρουργικές τεχνικές είναι η βράχυνση του ανελκτήρα, η βράχυνση του μυός του Muller και η ανάρτηση από τον μετωπιαίο μυ .
Προσοχή απαιτείται στο διαχωρισμό της πτώσης από την ψευδοπτώση που αποτελεί όχι πραγματική αλλά φαινομενική πτώση. Συνηθέστερα αίτια ψευδοπτώσης είναι η δερματοχάλαση, η πτώση του φρυδιού, ο ενόφθαλμος, η ατροφία και ρίκνωση του οφθαλμού, η μικροφθαλμία, το χαλάζιο, το οίδημα του βλεφάρου, η ανάσπαση του έτερου άνω βλεφάρου και η υποτροπία.